δυσχερῶς

δυσχερῶς
δυσχερής
hard to take in hand
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • неоудобьно — (3*) нар. Трудно; тягостно, мучительно: о плодѣхъ бо заповѣдии г҃ь гл҃ааше идеже не рече без мене неѹдобьно можете чьсо творити. (δυσχερῶς) ΚΕ XII, 159а; родители бо иже къ своимъ чадомъ || любовию держими сѹще и тъщащесѧ... ѿ печали избыти.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • бѣдьно — (49) нар. 1.Опасно, беда: не добро ѥсть ни полезно. нъ бѣдно. и вражебно. оучимымъ избирати наставника по своѥм(о)у хотѣнию. (ἐπικίνδυνον) ПНЧ 1296, 41 об.; велми бѣдно нынѣ нѣ кающимъсѩ. даже не постигнѣть см҃рть. ПрЛ XIII, 33в; ѥще же и ѡ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • κακοκαταλαβαίνω — αντιλαμβάνομαι κάτι κακώς, εσφαλμένως ή δυσχερώς …   Dictionary of Greek

  • όραση — Η αίσθηση της αντίληψης του φωτός. Το σύστημα υποδοχής του ερεθίσματος (φως) εδρεύει στο μάτι, για την ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή. Το μάτι στο σύνολό του συμπεριφέρεται σαν σκοτεινός θάλαμος φωτογραφικής μηχανής, σχηματίζοντας την εικόνα επάνω …   Dictionary of Greek

  • ԴԺՈՒԱՐԱՒ — ( ) NBH 1 0620 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 12c մ. (ի գործիականէ բառիս Դժուար.) δυσκόλως, δυσχερῶς difficulter, aegre, morose, moleste, vix Դժուարութեամբ. ո՛չ դիւրաւ. բազում աշխատութեամբ. հազիւ. դուն ուրեք. եւ իբր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”